- ξανανάβω
- 1. ανάβω ξανά2. αναζωπυρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
αναπυρώνω — (Α ἀναπυρῶ, όω) νεοελλ. ανάβω εκ νέου, ξαναθερμαίνω, ξανανάβω αρχ. 1. αναφλέγω, πυρπολώ, ανάβω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω, ξαναφουντώνω … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
μετανάβω — και ματανάβω (Μ μετανάβω και ματανάβω) 1. αναζωπυρώνω, ξανανάβω κάτι 2. ανάβω πάλι, αναζωπυρώνομαι μσν. αναθαρρώ, εμψυχώνομαι εκ νέου … Dictionary of Greek
προσαναζωπυρώ — έω, Μ αναζωπυρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναζωπυρῶ «ξανανάβω, κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί»] … Dictionary of Greek
αναζωπυρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξανανάβω φωτιά που πάει να σβήσει, αναζωογονώ: Η θυσία του Μεσολογγίου αναζωπύρωσε το φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)